- παρενθέσεις
- παρένθεσιςputting in besidefem nom/voc pl (attic epic)παρένθεσιςputting in besidefem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βαφόπουλος, Γεώργιος — (Γευγελή 1903 – 1996). Λογοτέχνης. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της οποίας αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας (1988). Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την… … Dictionary of Greek
παρένθεση — η / παρένθεσις, εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι] 1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του 2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα… … Dictionary of Greek
στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο … Dictionary of Greek
Γιανγκ, Τόμας — (Thomas Young, Μίλβερτον 1773 – Λονδίνο 1829). Άγγλος φυσικός, γιατρός και αιγυπτιολόγος. Ο Γ. ήταν προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες και υπήρξε παιδί θαύμα. Σε ηλικία δύο ετών άρχισε να διαβάζει και στα τέσσερα μπορούσε με άνεση να… … Dictionary of Greek
Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… … Dictionary of Greek
Χολομώντας — Ο κεντρικός όγκος της μεγάλης οροσειράς της Χαλκιδικής, η οποία αρχίζει από το βουνό Χορτιάτη και καταλήγει στον Στρυμονικό κόλπο. Έχει ύψος 1.025 μ. Το βουνό αυτό αποτελείται από κρυσταλλικό σχιστόλιθο με γνεύσιο και παρενθέσεις κερατόλιθου και… … Dictionary of Greek